αλμυρώ

αλμυρώ
ἁλμυρῶ (-όω) (Α) [ἁλμυρός]
κάνω κάτι αρμυρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁλμυρῷ — ἁλμυρός salt masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρώ — ἁλμυρός salt masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλμυρῶι — ἁλμυρῷ , ἁλμυρός salt masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”